-
1 παραλογισμός
παραλληλ-ισμός, ὁ,A false reasoning, fallacy,τοὺς π. κατά τινων ποιήσονται Lycurg.31
, cf. Gal.11.465, etc.; false inference,τοῦ θεάτρου Arist.Po. 1455a13
; οἱ ἔξω τῆς λέξεως π. material fallacies, opp. οἱ παρὰ τὴν λέξιν ἔλεγχοι, Id.SE 166b21.II deception, fraud, Plb. 1.81.8, PLond.1.24.26(ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλογισμός
-
2 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
.
См. также в других словарях:
Ошибки — (лог.) находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ошибки (лог.) — находятся в суждениях и умозаключениях. Ошибочным суждением наз. такое, которое не соответствует действительному объекту познания, хотя оно и почитается соответственным действительности. Если же намеренно выставляется несоответственное суждение и … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… … Dictionary of Greek
εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… … Dictionary of Greek